- κρεατινός
- -ή, -ό1.αυτός που παρασκευάζεται από κρέας.2. φρ., «κρεατινή Κυριακή» δηλώνει την προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρεατινός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεάτινος 2. φρ. α) «κρεατινή εβδομάδα» ή, απλώς, «κρεατινή» η προτελευταία εβδομάδα τής αποκριάς β) «κρεατινή Κυριακή» η τρίτη Κυριακή τής αποκριάς, η Κυριακή τής Κρεοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ.… … Dictionary of Greek
κρεάτινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεατένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος, πέτρ ινος)] … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρεάτειος — ο κρεάτινος, αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, ατος + επίθημα ειος (πρβλ. αέτ ειος, λεόντ ειος)] … Dictionary of Greek
κρεατένιος — α, ο [κρέας] αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας, κρεάτινος … Dictionary of Greek
σάρκειος — εία, ον, Α [σάρξ, σαρκός] αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος … Dictionary of Greek